- παράπλαστος
- παράπλαστοςcounterfeitmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παράπλαστος — ον, Α [παραπλάσσω] 1. πλαστός, κίβδηλος, νοθευμένος 2. πλαστογραφημένος … Dictionary of Greek